Η ΑΓΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ

(საქართველოს წმიდა სამოციქულო – მართლმადიდებელი ეკლესია, ნათარგმნი ბერძნულ ენაზე)

Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Γεωργίας από τα παλιά χρόνια ονομάζεται και «Αποστολική Εκκλησία της Γεωργίας», αφού ιδρύθηκε από τους αποστόλους του Χριστού.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες των αρχαίων γεωργιανών εκκλησιαστικών πηγών – «Μόκτσέβαϊ Κάρτλισαϊ» (Εκχριστιανισμός του Κάρτλι) (Ζ΄-Θ΄ αι.) και «Κάρτλις Τσχόβρεμπα» (Η Ζωή του Κάρτλι) (Η΄- Θ΄ αι.) την εποχή των αποστόλων στο έδαφος της σύγχρονης Γεωργίας υπήρχε ένα κράτος – το βασίλειο του Κάρτλι, το οποίο οι ξένοι ονόμαζαν Ιβηρία. Αυτή ήταν η κληρονόμος της μεγάλης ιστορικής Κολχίδας.
Σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας της Γεωργίας, τον χριστιανισμό στην Γεωργία, είχε κηρύξει ένα πλήθος αποστόλων – Άγιος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος, Σίμων ο Κανανίτης, Ματθίας, Βαρθολομαίος, Θωμάς και Θαδδαίος. Τόσο οι γεωργιανές όσο και οι ξένες πηγές αναφέρουν ότι οι απόστολοι δραστηριοποιούνταν στην Γεωργία.
Η αιτία του τόσο μεγάλου αριθμού των αποστόλων πρέπει να ήταν το γεγονός πως οι διεθνείς εμπορικοί δρόμοι βρισκόντουσαν στην σφαίρα της πολιτικής επιρροής της Γεωργίας εκείνης της εποχής. Την εποχή της δραστηριότητας των αποστόλων, στην σφαίρα επιρροής της Ιβηρίας βρισκόταν μια ευρεία περιοχή από την Κασπία Θάλασσα μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα και νότια μέχρι τη λίμνη του Βάνι. Οι διεθνείς εμπορικοί δρόμοι που περνούσαν από εδώ και οι οποίοι ένωναν την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με την Περσία και Σκυθία, ήταν υπό τον έλεγχο της Ιβηρίας. Για αυτό το λόγο, οι Άγιοι Απόστολοι που πήγαιναν να κηρύξουν τον χριστιανισμό στην Περσία και την Ινδία ή βόρια στην Σκυθία και την Σαρματία, ήταν αδύνατο να λοξοδρομήσουν από την Ιβηρία.
Στην εποχή των Αγίων Αποστόλων, από την τρίτη δεκαετία του Α΄ αιώνα μέχρι τα τέλη της έκτης δεκαετίας του Β΄ αιώνα η Ιβηρία υπήρξε ένα ισχυρό κράτος, που περιελάμβανε σημαντικό μέρος του Καυκάσου. Οι ρωμαίοι ιστοριογράφοι – ο Τάκιτος, ο Δίων ο Κάσιος και άλλοι, περιγράφουν τη ζωή της Ιβηρίας (Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Τάκιτου από την τρίτη δεκαετία του 1ου αιώνα η Ιβηρία είχε φιλικές σχέσεις με τη Ρώμη και πολεμούσε το κράτος της Παρθίας με το δικό του ισχυρό στρατό για να ελευθερώσει την Αρμενία από τους Παρθίους. Μετά την απελευθέρωση της Αρμενίας βασιλιάς της έγινε ο γιος του βασιλιά Μιθριδάτη της Ιβηρίας. Και ύστερα στην Αρμενία βασίλεψαν τα μέλη της βασιλικής οικογένειας της Ιβηρίας που ανάμεσά τους ο Τάκιτος ξεχωρίζει τον Ραδαμίστ, τον γιο του βασιλιά της Ιβηρίας Πάρσμαν. Κατά τις πληροφορίες του ίδιου του Τάκιτου, την εποχή εκείνη μαζί με την Αρμενία «η Ιβηρία προσάρτησετην Αλβανία και κάλεσε τους Σαρμάτες» (CORNELIUS TACITUS, ANNALES, VI,33-36, IX,9, XII,15-50). Σύμφωνα με την πληροφορία του άλλου ιστοριογράφου του Δίωνα Κασίου στο πρώτο μισό του Β΄ αιώνα «ο βασιλιάς της Ιβηρίας Παρασμανές μετέβη μαζί με την σύζυγό του στη Ρώμη και ο Αδριανός (ο ρωμαίος αυτοκράτορας) επεξέτεινε τις κτήσεις του» (Δίων Κάσιος, Η Ιστορία της Ρώμης, XIX, 15)).
Μετά την Ανάληψη οι απόστολοι έριξαν κλήρο να μάθουν ποιος και πού έπρεπε να κηρύξει τον χριστιανισμό. «Κάρτλις Τσχόβρεμπα» μας πληροφορεί, ότι η Γεωργία δόθηκε ως κλήρος στην Παναγία, αλλά με την θέληση του Γιού της, του Κύριού μας, η Παναγιά στη θέση της έστειλε στην Γεωργία τον Άγιο Ανδρέα τον Πρωτόκλητο, στον οποίο έδωσε την αχειροποίητη εικόνα της να την φέρει στην Γεωργία. Ο απόστολος Ανδρέας στο επόμενο ταξίδι του στην Γεωργία έφερε μαζί του και άλλους αποστόλους. Στο τρίτο ταξίδι έφερε μαζί του τον Σίμωνα τον Κανανίτη και τον Ματθία. Για αυτό το γεγονός μας πληροφορεί ο Επιφάνειος Κωνσταντινουπολίτης (Η΄ αι.)
Σύμφωνα με τις αρχαίες εκκλησιαστικές πηγές και την Σύνοδο Ρουίσι-Ουρμπνίσι, από την εποχή της διαμόρφωσης της Εκκλησίας της Γεωργίας η δικαιοδοσία της επεκτεινόταν σε όλη την ιστορική περιοχή πάσης Γεωργίας και όλο το γεωργιανό λαό (που κατοικούσε τόσο στην δυτική όσο και στην ανατολική Γεωργία) και για αυτό στην καταγραφή της Συνόδου Ρουίσι-Ουρμπνίσι διαβάζουμε – «Ο Άγιος Απόστολος Ανδρέας κήρυξε τον χριστιανισμό σε όλη την Γεωργία».
Ο μεγάλος πατέρας της Εκκλησίας των Ιβήρων (Γεωργιανών) ο Γεώργιος Αγιορείτης έγραφε, ότι ο τάφος του Σίμωνα του Κανανίτη ο οποίος δραστηριοποιούταν στην Γεωργία βρίσκεται «στην χώρα μας στην Αμπχαζία» (συγκεκριμένα στο Νέο Άθως), και ο τάφος του αποστόλου Ματθία βρίσκεται στη νοτιοδυτική Γεωργία, στον Άψαρο.
Οι αρχαιότερες χριστιανικές πηγές μας πληροφορούν επίσης ότι και οι απόστολοι Βαρθολομαίος και Θαδδαίος κατέβηκαν στην Γεωργία.
Το γεγονός ότι ένας σημαντικός αριθμός των κατοίκων έγιναν χριστιανοί κατά την κήρυξη του χριστιανισμού από τους απόστολους και αργότερα, στους Α΄ και Γ΄ αιώνες, τεκμηριώνεται με τις καινούριες αρχαιολογικές ανασκαφές, που ανακάλυψαν τις χριστιανικές τάσεις της κοινωνίας της εποχής του βασιλιά Ρεβ του Αληθή (Γ΄ αι.).
Με την ερμηνεία των Αγίων Πατέρων της εκκλησιαστικής Συνόδου Ρουίσι-Ουρμπνίσι, αφού στην Γεωργία οι χριστιανικές ομάδες διώχνονταν πολύ από τους ειδωλολάτρες βασιλιάδες, το Δ΄ αιώνα έγινε απαραίτητο να εκχριστιανιστεί όλο το έθνος.
Το Δ΄ αιώνα την χριστιανική πίστη κήρυξε η ισαπόστολος Αγία Νίνα. Με την αποκάλυψη του Θεού στην Αγία Νίνα, αυτή έπρεπε να αναλάβει τον εκχριστιανισμό της βασιλικής οικογένειας της Ιβηρίας και με την βοήθεια του Κυρίου, η Αγία Νίνα το κατάφερε. Μαζί με την βασιλική οικογένεια εκχριστιανίστηκε όλος ο λαός, γι’ αυτό και γράφει η Σύνοδος του Ρουίσι-Ουρμπνίσι, ότι η Αγία Νίνα έκανε χριστιανούς «όλους τους Γεωργιανούς», όπως 300 χρόνια πριν απ’ αυτήν κήρυξε το χριστιανισμό ο Άγιος Ανδρέας «σε όλη την περιοχή της Γεωργίας» (Μεγάλος Νόμος της Πίστης, 1974, σελ. 545-546).
Με αυτή την πληροφορία των πηγών μας, ότι η Αγία Νίνα «εκχριστιάνισε όλους τους Γεωργιανούς» συμφωνούν απόλυτα οι ξένες πηγές των Δ΄, Ε΄ και μεταγενεστέρων αιώνων.
Συγκεκριμένα, ο εκκλησιαστικός ιστοριογράφος του Δ΄ αιώνα ο Γελάσιος Καισαρείας γράφει για την Αγία Νίνα, ότι στην εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου «το χριστιανισμό δέχτηκαν οι κατοικούντες στις ακτές του Πόντου, οι Ίβηρες και οι Λάζοι. Η αιτία αυτού του μεγάλου γεγονότος ήταν μια γυναίκα, η οποία ήταν μαζί τους ως αιχμάλωτη» (Γεωργικά, τ. 1ος, 1961, σελ. 186).
Το ίδιο γράφει και ο ιστοριογράφος του Ε΄ αιώνα ο Γελάσιος Κυζικηνός – «την ίδια εποχή οι κάτοικοι της χώρας που βρίσκονταν στις ακτές του Πόντου, οι Ίβηροι και οι Λάζοι δέχτηκαν το χριστιανισμό, που δεν πίστευαν πριν» (Μιμομχίλβελι, τ. 1ος, 1926, σελ. 55).
Δηλαδή, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Γελάσου Καισαρείας και του Γελάσου Κυζικηνού, με την προσπάθεια της Αγίας Νίνας όλος ο γεωργιανός λαός , τόσο οι κατοικούντες στις ακτές (οι Λάζοι), όσο και οι κάτοικοι της ηπείρου (οι Ίβηρες), δέχτηκαν ταυτόχρονα «το λόγο του Θεού».
Τον εκχριστιανισμό των Ιβήρων περιγράφουν οι ιστοριογράφοι των Δ΄ και Ε΄ αιώνων μ. Χ.: ο Σωκράτης ο Σχολαστικός) (Εκκλησιαστική Ιστορία, βιβλίο 1ο, 19), Θεοδώρητος ο Κύρος (Εκκλησιαστική Ιστορία, βιβλίο 1ο, 6, 7, 34, 36) και Τύραννος Ρουφίνος (Εκκλησιαστική Ιστορία, 1ο, 10).
Με τις πληροφορίες του Γελάσου Καισαρείας και του Γελάσου Κυζικηνού, ότι η Αγία Νίνα εκχριστιάνισε και τους Λάζους μαζί με τους Ιβηρες, αντιστοιχεί και η πληροφορία του γνωστού ιστοριογράφου του Ε΄ αιώνα του Μωυσή της Χωρηνής, ο οποίος γράφει, ότι μια ευρεία περιοχή από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι την Κάσπια Θάλασσα εκχριστιάνισε η Αγία Νίνα, η οποία κήρυξε τον χριστιανισμό από το Κλαρτζέτι μέχρι τις ακτές της Κασπίας Θάλασσας που ζούσαν τότε οι Μασχούτες – «Η μακάρια Νίνα έφυγε από εκεί, για να διδάξει και στις άλλες περιοχές της χώρας των Γεωργιανών… Θα τολμήσω να πω, ότι η Νούνη έγινε η απόστολος, που κήρυξε το Ευαγγέλιο αρχίζοντας από το Κλαρτζέτι μέχρι τους Αλανούς και μέχρι τις πήλες της Κασπίας Θάλασσας, μέχρι τα σύνορα των Μασχούτων, όπως πληροφορεί ο Αγαθάγγελος» (Μωυσής της Χωρηνής, Η Ιστορία της Αρμενίας, 1984, σελ. 172).
Η περιοχή της Γεωργίας Κλαρτζέτι βρισκόταν στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και η φυλή των Μασχούτων στην εποχή της Αγίας Νίνας ζούσε στις ακτές της Κασπίας Θάλασσας. Σύμφωνα με τον Μωυσή της Χωρηνής, η Αγία Νίνα κήρυξε τον χριστιανισμό σ’ αυτή την περιοχή.
Επειδή, η Λάζικα (νοτιοδυτική Γεωργία) κατά τις πληροφορίες του Γελασίου Καισαρείας και του Γελάσου Κυζικηνού υπαγότανε στην περιοχή της δραστηριότητας της Αγίας Νίνας, η δυτική Γεωργία ακριβώς όπως και η ανατολική Γεωργία βρισκόταν υπό την δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Γεωργίας, ιδρυμένης από την Αγία Νίνα. Ο Καθολικός Κυρίων (ο πρώτος ιεράρχης της Εκκλησίας της Γεωργίας Σ΄- Ζ΄ αιώνες)κατά τις πληροφορίες του Καθολικού των Αρμενίων Ιωάννη (899) υπήρξε και Αρχιεπίσκοπος του Εγκρίσι. Αυτός γράφει, ότι ο Κυρίων ο Α΄ ήταν ο Πατριάρχης «των Ιβήρων, των Γκουγκάρων και των Εγκρίσιων σύμφωνα με το παλιό νόμο» (Η ιστορία του Καθολικού Ιωάννη (Δρασχανακέρτης), 1912, σελ. 65)
Με αυτή την έννοια είναι ιδιαίτερης σημασίας οι πληροφορίες του γνωστού ιστοριογράφου Ουχτανές, που αφορούν στην ιστορία της Εκκλησίας της Γεωργίας των Η΄- Ι΄ αιώνων. Ο Ουχτανές ήταν σύγχρονος των γεγονότων που έχει περιγράψει.
Αλλά σύμφωνα με τις γεωργιανές πηγές, όπως προαναφέραμε, η δυτική Γεωργία αμέσως μετά τον εκχριστιανισμό έμπαινε στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Γεωργίας (της Μτσχέτας). Ο Ιβάνε Τζαβαχισβίλι μελετώντας τις γεωργιανές πηγές για το συγκεκριμένο θέμα κατέληξε στο εξής συμπέρασμα ότι «και ο Ανδρέας ο Πρωτόκλητος και η Αγία Νίνα ήταν γνωστοί ως ιδρυτές της Εκκλησίας της Γεωργίας και διαφωτιστές ολόκληρου έθνους. Κανείς δεν είχε τη θέληση να ψάξει τους κήρυκες των διαφόρων περιοχών της Γεωργίας, γιατί αυτοί οι άγιοι δραστηριοποιούνταν για την ενίσχυση και ανανέωση ολόκληρης της Γεωργίας» (Ι. Τζαβαχισβίλι, Ιστορία του Γεωργιανού Έθνους, τ. 3ο, σελ. 47). «Αυτή είναι η άποψη, την οποία δεχόντουσαν γνωστοί γεωργιανοί ιστορικοί και η οποία ήταν αποδεκτή από το γεωργιανό λαό» (το ίδιο, σελ. 97). Ότι αφορά στις επαρχίες του Σαϊσίνι, της Πέτρας, της Ροδόπολης, της Ζιγκάνας και του Φασίδι, αυτές βρίσκονταν όχι στη δυτική Γεωργία αλλά στο αρχαίο κράτος των γεωργιανών, στην περιοχή Τραπεζούντα-Ζιγκάνα-Γκιουμουσχάνε (Μητροπολίτης Ανανία Τζαπαρίτζε, Οι Επαρχίες στη Λάζικα, Τιφλίδα, 2011, σελ. 29-30).
Οι πληροφορίες του Γελάση Καισαρείας και αλλονών, ότι η Αγία Νίνα εκχριστιάνισε την Λάζικα, ταυτίζονται με την πληροφορία του Μητροπολίτη της Λάζικας του 17ου αιώνα Γερμανού, ότι ο διαφωτιστής της Ιβηρίας στην Λάζικα ίδρυσε την έδρα του Μητροπολίτη της πόλης Όφη (περιοχή του Ρίζε) όπως επίσης και με την μελέτη του γνωστού ιστοριογράφου Ν. Αντόντσι, ότι στην περιοχή Όφι-Ρίζε βρισκόταν η έδρα του Επισκόπου του Πιτιούντι, ο Επίσκοπος του οποίου Στρατόφιλος πήρε μέρος στις εργασίες της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου (Ν. Αντόντσι, Η Αρμενία στην Εποχή του Ιουστινιανού, 1908, σελ. 203).
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Αγαθάγγελου και άλλων (Ε΄ αι.), η Αγία Νίνα κήρυξε τον Χριστιανισμό από τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, Κλαρτζέτι μέχρι την Κασπία θάλασσα (μέχρι Μασχούτων).
Σύμφωνα με το «Μόκτσεβαϊ Κάρτλισαϊ» κατά τις τελευταίες δεκαετίες του Ε΄ αιώνα, την εποχή του Βαχτάνγκ Γκοργκασάλι, ο επικεφαλής της Εκκλησίας της Γεωργίας είχε τον τίτλο του «Μαμαμτάβαρι» (η λέξη «Μαμαμτάβαρι» είναι ταυτόσημη με τον «Πατριάρχη»). Εδώ ο πρώτος Καθολικός Πέτρος ονομάζεται «Μαμαμτάβαρι» – «Από δω και πέρα οι Καθολικοί έγιναν Μαμαμτάβαρι (Πατριάρχες)» (Τζεγκλισντέμπα τ. 1ο, 1964, σελ. 93).
Με την πρωτοβουλία του Βαχτάνγκ Γκοργκασάλι η Εκκλησία της Γεωργίας οργανώθηκε ως πατριαρχική Εκκλησία, δηλαδή ο Επίσκοπος της Πρωτεύουσας (Μτσχέτα) έγινε o Καθολικός Επίσκοπος δηλαδή ο Καθολικός της Εκκλησίας της Γεωργίας.
Σχετικά με το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Γεωργίας κατά τη διάρκεια των επομένων δεκαετιών διαμορφώθηκαν δύο θεωρίες. Η πρώτη θεωρία ήταν αναγνωρισμένη στους Ι΄- ΙΑ΄ αιώνες, την οποία σε διεθνές εκκλησιαστικό πεδίο παρουσίασε το θέμα του αυτοκέφαλου Εκκλησίας της Γεωργίας ο Άγιος Γεώργιος ο Αγιορείτης συζητώντας στο Πατριαρχείο Αντιοχείας: αυτός δήλωσε ότι, η Εκκλησία της Γεωργίας, εφ’ όσον είναι ιδρυμένη από τον απόστολο Ανδρέα, απ’ τη στιγμή της ίδρυσής της είναι αυτοκέφαλη όμοια με τις εκκλησίες που ιδρύθηκαν από άλλους αποστόλους. Αντίστοιχα ο Άγιος Γεώργιος Αγιορείτης παρουσίασε τις πηγές που υποστήριζαν την δράση των άλλων αποστόλων. Και ο Βάλσαμων ερμηνεύοντας το β΄ κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου αναφέρει ότι η Εκκλησία της Γεωργίας είναι αυτοκέφαλη. Η διαφορετική θεωρία σχετικά με το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Γεωργίας βασικά διαμορφώθηκε στις ΙΘ΄- Κ΄ αιώνες, την εποχή που η Ρωσική Αυτοκρατορία ακύρωσε την κρατική και εκκλησιαστική ανεξαρτησία της Γεωργίας. Αυτή την εποχή οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας της Γεωργίας πολεμούσαν για την αποκατάσταση του εκκλησιαστικού αυτοκέφαλου. Αυτή την περίοδο στους ιστορικούς κύκλους διαμορφώθηκαν απόψεις, ότι η Εκκλησία της Γεωργίας απέκτησε το αυτοκέφαλο τον Ε΄ αιώνα, στην εποχή του Βαχτάνγκ Γκοργκασάλι.